μερακλίδικος

μερακλίδικος
-η, -ο [μερακλής]
1. αυτός που είναι φτειαγμένος με μεράκι, καλοφτειαγμένος, καλοδουλεμένος («μερακλίδικος καφές»)
2. αυτός που προκαλεί μεράκι, δηλ. συναισθηματική έξαρση («μερακλίδικο τραγούδι»).
επίρρ...
μερακλίδικα
με γούστο, με καλαισθησία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μερακλίδικος — η, ο αυτός που προκαλεί μεράκι ή είναι φτιαγμένος με μεράκι: Μας ετοίμασε μερακλίδικους μεζέδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”